- φθόνῳ
- φθόνοςill-willmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθονώ — φθονῶ, έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ. β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.) αρχ. 1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ , εἰ … Dictionary of Greek
φθονώ — φθονώ, φθόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φθονώ — και φτονώ φθόνησα και φτόνησα, μτβ. και αμτβ., αισθάνομαι φθόνο για κάποιον ή για κάτι, βλέπω με λύπη κάθε ευτυχία στους άλλους, είμαι φθονερός, ζηλεύω: Κάλλιο να σε φτονούν παρά να σε ψυχοπονιούνται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθονῶ — φθονέω bear ill will pres subj act 1st sg (attic epic doric) φθονέω bear ill will pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόνωι — φθόνῳ , φθόνος ill will masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασκαίνω — Α βασκαίνω, φθονώ από πριν ή φθονώ για κάτι («ἐπειδή τις δαίμων που προεβάσκηνέ μοι τῆς τροφῆς», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκαίνω «φθονώ, ματιάζω»] … Dictionary of Greek
αλληλοφθονούμαι — ( έομαι) φθονώ κάποιον και φθονούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φθονώ ( ούμαι)] … Dictionary of Greek
διαφθονώ — διαφθονῶ ( έω) (AM) 1. εξακολουθώ να φθονώ, φθονώ ύπουλα 2. παθ. χάνω την καλή μου τύχη εξαιτίας φθόνου (Ιωσ., Ιουδαϊκή Αρχαιολ.) … Dictionary of Greek
μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… … Dictionary of Greek